- μηχανόσημο
- τοσυγκεκριμένο και καθορισμένο από πριν επισήμασμα που μπαίνει αντί για γραμματόσημο σε επιστολές με μηχανές προπληρωμής ταχυδρομικού τέλους, οι οποίες, με την άδεια τών Ταχυδρομείων, χρησιμοποιούνται από διάφορες μεγάλες εταιρείες, τράπεζες και άλλους οργανισμούς για τη διευκόλυνση τής μεγάλης τους αλληλογραφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + σήμα (πρβλ. εθνό-σημο, οικό-σημο)].
Dictionary of Greek. 2013.